μαγνάδι

μαγνάδι
τό
1) вуаль; 2) тонкая, как паутинка, шаль, тонкий платок; 3) перен. нечто невесомое, воздушное, прозрачное, сотканное из воздуха

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαγνάδι" в других словарях:

  • μαγνάδι — το (Μ μαγνάδι[ο]ν) λεπτό, αραχνοΰφαντο κάλυμμα τού κεφαλιού, πέπλο, μπόλια, καλύπτρα νεοελλ. κάθε λεπτό και αραιά υφασμένο πανί, όπως το πανί τής κρησάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» (μανόν > μανάδι > μαγνάδι) με ανάπτυξη γ προ τού ν… …   Dictionary of Greek

  • μαγνάδι — το ιού, κάλυμμα του κεφαλιού με λεπτή ύφανση, πέπλος: Χόρευε τυλιγμένη μ’ ένα μαγνάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγνιά — η λεπτό και αραιό αραχνοΰφαντο ύφασμα, πέπλο, μαγνάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. μανός «χαλαρός, αραιός», + κατάλ. ιά, με ανάπτυξη γ προ τού ν (πρβλ. μαγνάδι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»